λιθηγός

λιθηγός
λῐθ-ηγός (sc. ναῦς), ,
A stone-carrying vessel, PCair.Zen.176.6, PPetr.2p.43, 3p.137 (all iii B.C.), IG11(2).203 B97 (Delos, iii B.C.): pl., Rev.Phil.50.70 (Didyma, ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθηγός — λιθηγός, ἡ (Α) (ενν. ναῡς) πλοίο που μετέφερε λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”